- γνωμολογώ
- (AM γνωμολογῶ -έω)1. συλλέγω γνωμικά2. εκφράζομαι με γνωμικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωμολογώ — 1. μιλώ χρησιμοποιώντας γνωμικά: Μερικοί γέροντες γνωμολογούν στις συζητήσεις τους. 2. συλλέγω γνωμικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωμολογῶ — γνωμολογέω speak in maxims pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμολογέω speak in maxims pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek